Μέγεθος πέους στύση και σεξουαλική ζωή του άνδρα
Τα σηραγγώδη σώματα του πέους, λοιπόν, αποτελούν το κύριο ανατο-μικό στοιχείο της στύσης. Ο σηραγγώδης ιστός περιβάλλεται από το σκληρό λευκό ινώδη χιτώνα. Αυτός αποτελείται από δύο στρώματα είναι πολύ ισχυρός κι εξασφαλίζει έτσι υψηλές πιέσεις μέσα στα σηραγγώδη σώματα (85-105 mmHg) κατά την ώρα της στύσης.
Ταυτόχρονα προκαλείται χάλαση των ισχιοσηραγγωδών μυών, που μειώνει την ενδοσηραγγώδη πίεση. Έτσι τα φλεβικά κανάλια διαφυγής ανοίγουν, το αίμα από τα σηραγγώδη αποχετεύεται και το πέος επανέρχεται στη χαλαρή φάση.
Απόσπασμα από τη Διδακτορική διατριβή του κου Θάνου
Μέγεθος πέους
Το πέος αλλά και το σωστό μέγεθός του διαδραματίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη σεξουαλική ζωή του άντρα. Οι συζητήσεις πάνω σε θέματα του πέους έχουν θεωρηθεί ταμπού ακόμη και κοινωνικά απαράδεκτα[54,55].
Μέχρι σήμερα, έχουν υπάρξει μελέτες που δημοσιεύθηκαν σχετικά με το μέγεθος του πέους. Η πρώτη μελέτη εκπονήθηκε από τον Loeb το 1899, κατά την οποία εξετάστηκαν 50 άτομα ηλικίας από 17 έως 35 ετών[56]. Η μέτρηση του μήκους του πέους και υπολογίζοντάς το από την βάση του έφτανε κατά μέσο όρο τα 9,41 cm.
Μέχρι σήμερα, έχουν υπάρξει μελέτες που δημοσιεύθηκαν σχετικά με το μέγεθος του πέους. Η πρώτη μελέτη εκπονήθηκε από τον Loeb το 1899, κατά την οποία εξετάστηκαν 50 άτομα ηλικίας από 17 έως 35 ετών[56]. Η μέτρηση του μήκους του πέους και υπολογίζοντάς το από την βάση του έφτανε κατά μέσο όρο τα 9,41 cm.
Το 1942, ο Schonfeld Bebe
εξέτασε τη συνήθη μεταβλητότητα του μεγέθους του πέους, του μήκους και
της περιφέρειάς του, από τη γέννηση μέχρι τη λήξη της ζωής.
Διαπίστώθηκε ότι ο μέσος όρος σε στύση έφτανε τα 13,1 cm (13,26cm για 61 άνδρες, ηλικίας 17 ετών, 13,11cm για 71 άνδρες, ηλικίας 18-19 ετών και 13,02cm για 54 άνδρες, ηλικίας 20-25 ετών)[57-60]. Από το 1948 μέχρι το 2001 εξετάσθηκαν άνδρες μεταξύ των ηλικιών 20 και 59 ετών και τελικά βρέθηκε, στη χαλαρή φάση, ο μέσος όρος μήκους στα 9,7 cm και σε στύση στα 16,74 cm.
Διαπίστώθηκε ότι ο μέσος όρος σε στύση έφτανε τα 13,1 cm (13,26cm για 61 άνδρες, ηλικίας 17 ετών, 13,11cm για 71 άνδρες, ηλικίας 18-19 ετών και 13,02cm για 54 άνδρες, ηλικίας 20-25 ετών)[57-60]. Από το 1948 μέχρι το 2001 εξετάσθηκαν άνδρες μεταξύ των ηλικιών 20 και 59 ετών και τελικά βρέθηκε, στη χαλαρή φάση, ο μέσος όρος μήκους στα 9,7 cm και σε στύση στα 16,74 cm.
Μείωση του μήκους του πέους μπορεί να προκαλέσουν οι συγγενείς ανωμαλίες, οι κάμψεις του πέους, η μικροφαλλία, η νόσος Peyronie, η ριζική προστατεκτομή σε καρκίνο του προστάτη, διουρηθρικές επεμβάσεις, ορμονικές διαταραχές κ.α[61-66]
Φυσιολογία της στύσης
Για την επίτευξη της στύσης,
είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα ανατομικά φυσιολογικό πέος, με ακέραια
τόσο το αγγειακό του σύστημα όσο και την αυτόνομη και σωματική του
νεύρωση.
Η στύση φυσιολογικά επιτυγχάνεται με τη διέγερση του αυτόνομου κέντρου της στύσης στον υποθάλαμο, από οπτικά ή απτικά ερεθίσματα, που μεταφέρονται στο συμπαθητικό (Θ12-Ο1 νευροτόμια) και το παρασυμπαθητικό νωτιαίο κέντρο (Ι2-Ι4) εικ. 1.
Η στύση φυσιολογικά επιτυγχάνεται με τη διέγερση του αυτόνομου κέντρου της στύσης στον υποθάλαμο, από οπτικά ή απτικά ερεθίσματα, που μεταφέρονται στο συμπαθητικό (Θ12-Ο1 νευροτόμια) και το παρασυμπαθητικό νωτιαίο κέντρο (Ι2-Ι4) εικ. 1.
Μέσω των νευρικών ινών, ως γνωστό, που ξεκινούν από τα σηραγγώδη σώματα και φθάνουν μέχρι τις λείες μυϊκές ίνες των σηραγγωδών αρτηριών, τα ερεθίσματα διεγείρουν την απελευθέρωση νευροδιαβιβαστών.
Τα σηραγγώδη σώματα του πέους, λοιπόν, αποτελούν το κύριο ανατο-μικό στοιχείο της στύσης. Ο σηραγγώδης ιστός περιβάλλεται από το σκληρό λευκό ινώδη χιτώνα. Αυτός αποτελείται από δύο στρώματα είναι πολύ ισχυρός κι εξασφαλίζει έτσι υψηλές πιέσεις μέσα στα σηραγγώδη σώματα (85-105 mmHg) κατά την ώρα της στύσης.
Το κέντρο της αυτόνομης νεύρωσης του
πέους βρίσκεται στα Ι2-Ι4 και Θ12-Ο2 νευροτόμια του νωτιαίου μυελού.
Νευρικές ίνες από το ιερό και το θωρακοσφυϊκό πλέγμα εισέρχονται στο
υπογάστριο και στο πυελικό πλέγμα, που στέλνουν κλάδους στα πυελικά
όργανα. Οι ίνες, που νευρώνουν το πέος, σχηματίζουν τα πυελικά νεύρα ή
νεύρα της στύσης, τα οποία πορεύονται στην οπισθιοπλάγια θέση των
σπερματοδόχων κύστεων και του προστάτη, περνούν το ουρογεννητικό
διάφραγμα παράλληλα με τη μεμβρανώδη ουρήθρα και εισέρχονται στο πέος
καθ΄όλο το μήκος του εικ. 2.
Κατά την πορεία τους αυτή οι ίνες
σχηματίζουν κλάδους και νευρώνουν τελικά τις ελικοειδείς αρτηρίες και το
δοκιδωτό λείο μυϊκό ιστό, των σηραγγωδών σωμάτων και είναι υπεύθυνες
για την αγγειακή λειτουργία, στην οποία στηρίζεται η στύση.
Εκτός από την αυτόνομη νεύρωση, το πέος
φέρει και σωματική νεύρωση μέσω του αιδοιϊκού νεύρου, εκατέρωθεν κι έχει
τον πυρήνα του στα πρόσθια κέρατα των Ι2-Ι4 νωτιαίων νευροτομίων. Οι
κλάδοι των νεύρων αυτών φθάνουν στους βολβοσηραγγώδεις και στους
ισχιοσηραγγώδεις μύες, ενώ μεταφέρουν και αισθητικά ερεθίσματα πόνου,
πίεσης και θερμοκρασίας, αλλά όχι τα σχετικά με τα ερωτικά ερεθίσματα,
από το πέος. Πολλά υπερνωτιαία κέντρα από το φλοιό, τον υποθάλαμο, τη
γέφυρα και το μεσεγκέφαλο, λειτουργούν τροποποιητικά στα νωτιαία
μονοπάτια της στύσης.
Ο κύριος νευροδιαβιβαστής της στύσης
είναι το μονοξείδιο του αζώτου (NO), όπως και οι προσταγλανδίνες, που
απελευθερώνονται από τις παρασυμπαθητικές απολήξεις και προκαλούν χάλαση
των λείων μυϊκών ινών και διαστολή ή διάταση των σηραγγωδών αρτηριών,
αυξάνοντας τη ροή του αίματος μέσα στους σηραγγώδεις κόλπους.
Με την πλήρωση των τελευταίων, οι μικροί
σηραγγώδεις κόλποι που βρίσκονται περιφερικά, αμέσως κάτω από τον ινώδη
χιτώνα συμπιέζονται και παρεμποδίζουν τη φλεβική αποχέτευση των
σηραγγωδών σωμάτων, που διογκώνονται και σκληραίνουν, αυξάνοντας την
επιμήκη και περιφερική τους διάσταση. Ακολουθεί σύσπαση των
ισχιοσηραγγωδών μυών, η οποία πιέζει περισσότερο τα εγγύς τμήματα των
σηραγγωδών σωμάτων, πράγμα, που διακόπτει τελείως κάθε φλεβική διαφυγή
του αίματος αλλά και σχεδόν κάθε αρτηριακή εισροή αίματος μέσα στα
σηραγγώδη σώματα. Αυτή η φάση της σκληρής στύσης έχει μικρή διάρκεια και
έτσι αποφεύγεται η δημιουργία ισχαιμικών αλλοιώσεων στο πέος.
Η εκσπερμάτιση χαρακτηρίζεται ως ένα αντανακλαστικό φαινόμενο, το οποίο κι ελέγχεται από ένα κέντρο που βρίσκεται στην οσφυϊκή μοίρα του νωτιαίου μυελού.
Το κέντρο αυτό (Limbic System) ενεργοποιείται με τελικό αποτέλεσμα την εκσπερμάτιση, η οποία χωρίζεται σε δύο φάσεις:
Η εκσπερμάτιση χαρακτηρίζεται ως ένα αντανακλαστικό φαινόμενο, το οποίο κι ελέγχεται από ένα κέντρο που βρίσκεται στην οσφυϊκή μοίρα του νωτιαίου μυελού.
Το κέντρο αυτό (Limbic System) ενεργοποιείται με τελικό αποτέλεσμα την εκσπερμάτιση, η οποία χωρίζεται σε δύο φάσεις:
1η Φάση - Εξώθηση του σπέρματος
Κατ’ αρχήν προκαλούνται συσπάσεις της
επιδιδυμίδας, του προστάτη και του σπερματικού πόρου μεταφέροντας το
σπέρμα στον αυλό της ουρήθρας. Παράλληλα η παλινδρόμηση του σπέρματος
προς την ουροδόχο κύστη αποτρέπεται από την σύσπαση του έσω σφιγκτήρα
της ουροδόχου κύστης.
2η Φάση - Ιδίως εκσπερμάτιση
Το σπέρμα
στη συνέχεια εξέρχεται από την ουρήθρα με τις ρυθμικές συσπάσεις του
βολβοσηραγγώδη μυός, οι οποίες προκαλούνται από τον οργασμό. Λόγω των
ρυθμικών αυτών συσπάσεων η έξοδος του σπέρματος από το έξω στόμιο της
ουρήθρας γίνεται κατά ώσεις. Μετά την εκσπερμάτιση το συμπαθητικό
σύστημα, απελευθερώνει αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη
από τις νευρικές απολήξεις του και προκαλεί ενεργοποίηση ειδικών
φωσφο-διεστερασών και κύρια της 5 φωσφοδιεστεράσης, που προκαλούν
σύσπαση των λείων μυϊκών ινών και των αρτηριών κι έτσι διακόπτεται η
αρτηριακή παροχή εικ. 3.